- διεγέρσεως
- διεγέρσεω̆ς , διέγερσιςarousingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιομυϊκός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στις μυϊκές συστολές οι οποίες παράγονται χωρίς παρέμβαση νευρικής διεγέρσεως ή τεχνητού ερεθίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. idiomusculaire < idio (πρβλ. ιδιο ) + musculaire «μυϊκός»] … Dictionary of Greek
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek
οφθαλμοκαρδιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στους οφθαλμούς και στην καρδιά 2. φρ. «οφθαλμοκαρδιακό αντανακλαστικό» ιατρ. επιβράδυνση τού σφυγμού που επιτυγχάνεται με την άσκηση πίεσης στους οφθαλμικούς βολβούς λόγω διεγέρσεως τού πνευμονογαστρικού νεύρου και… … Dictionary of Greek